- βιβλιοδετικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει στο βιβλιοδέτη ή αναφέρεται στη βιβλιοδέτηση: Οι σημερινές βιβλιοδετικές μηχανές είναι τεχνολογικά πολύ εξελιγμένες και φυσικά υπεραυτόματες.2. το θηλ. ως ουσ., βιβλιοδετική η βιβλιοδεσία, η τέχνη του βιβλιοδέτη.3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., βιβλιοδετικά η αμοιβή του βιβλιοδέτη, το αντίτιμο της βιβλιοδεσίας: Τα βιβλιοδετικά είναι πάντα αυτά που ανεβάζουν τις τιμές των βιβλίων στα ύψη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.